Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν λεχέεσσι

См. также в других словарях:

  • λεχέεσσι — λέχος couch neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχέεσσ' — λεχέεσσι , λέχος couch neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»